ορατότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορατότης < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὁρατότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορατότης θηλυκό
- (παρωχημένο) ορατότητα, στην έκφραση ορατότης μηδέν