οργανικός νόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
οργανικός νόμος αρσενικό
- (νομικός όρος): ιδρυτικός νόμος δημόσιας υπηρεσίας που ρυθμίζει τη συγκρότηση και τη λειτουργία της.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργανικός νόμος
|