οστεοπορώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
οστεοπορώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οστεοπόρωση
οστεοπορώσεις θηλυκό