οὐρανόπεμπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ουρανόπεμπτος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οὐρανόπεμπτος < οὐρανό- + πέμπ(ω) + -τος όπως στην εκκλησιαστική φράση «οὐρανόθεν ἐπέμφθη»[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ουρανόπεμπτος

Επίθετο

[επεξεργασία]

οὐρανόπεμπτος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]