οὐρανός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | οὐρανός | οὐρανώ | οὐρανοί |
Γενική | οὐρανοῦ | οὐρανοῖν | οὐρανῶν |
Δοτική | οὐρανῷ | οὐρανοῖν | οὐρανοῖς |
Αιτιατική | οὐρανόν | οὐρανώ | οὐρανούς |
Κλητική | οὐρανέ | οὐρανώ | οὐρανοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οὐρανός < Πρότυπο:αβέβαιο με κρίσιμης σημασίας την ετυμολόγηση των διαλεκτικών τύπων[1][2]
- < θέμα *ϝορσανός με κατάληξη
- είτε τονισμένη ως -ανός (όπως ὀρφανός) από ρίζα *uorsó, όπως σανσκριτικά varṣá ("βροχή")
- είτε ως ουσιαστικού-δράστη με σημασία ο βρέχων, αυτός που υγραίνει και γονιμοποιεί
- κατ' άλλους, συγγενές με την σανσκριτική ρίζα varṣmán ("ύψος") από ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *uers-
- έχει προταθεί και προελληνικό έτυμο
Δεν ευσταθούν
- η παλαιά ετυμολόγηση από το θεωνύμιο Váruṇa από *ὀϝορανός
- η γνωστή παρετυμολογία «ὁρῶ τὰ ἄνω» στον Κρατύλο του Πλάτωνος (396b[3])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οὐρανός αρσενικό
- ο ουρανός, ο θόλος του ουρανού, αιθέρες
- Πάτερ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς....
- (κύριο όνομα, μυθολογία) → δείτε τη λέξη: Οὐρανός
Εναλλακτικές μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «ἔστι δὲ οὗτος Οὐρανοῦ ὑός, ὡς λόγος· ἡ δὲ αὖ ἐς τὸ ἄνω ὄψις καλῶς ἔχει τοῦτο τὸ ὄνομα καλεῖσθαι, οὐρανία, ὁρῶσα τὰ ἄνω, ὅθεν δὴ καί φασιν, ὦ Ἑρμόγενες, τὸν καθαρὸν νοῦν παραγίγνεσθαι οἱ μετεωρολόγοι, καὶ τῷ οὐρανῷ ὀρθῶς τὸ ὄνομα κεῖσθαι·» (Πλάτων, Κρατύλος, 396b)
Πηγές[επεξεργασία]
- οὐρανός στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- οὐρανός στο ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.