πάππᾳ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παππᾶ, παππᾷ, πάππα, παππά, Παππά

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

πάππᾳ αρσενικό