πάππας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πάππᾱς | οἱ | ...?...αι |
γενική | τοῦ | πάππου | τῶν | παππῶν |
δοτική | τῷ | πάππᾳ | τοῖς | πάππαις |
αιτιατική | τὸν | πάππᾱν | τοὺς | πάππᾱς |
κλητική ὦ! | πάππᾱ | ...?...αι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πάππᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πάππαιν | ||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάππας < (ηχομιμητική λέξη), (στην παιδική γλώσσα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάππας αρσενικό (και πάπας)
- πατέρας, μπαμπάς (νηπιακή λέξη)
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 57 (στίχοι 57-58) πάππα φίλ᾽, οὐκ ἂν δή μοι ἐφοπλίσσειας ἀπήνην / ὑψηλὴν ἐύκυκλον
- ※ πάππα: προσφώνησις παι(δὸ)ς πρὸς πατέρα ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πάππας αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- πάππας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη προσωδία (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'νεανίας' με άγνωστη προσωδία (αρχαία ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (αρχαία ελληνικά)
- Παιδική γλώσσα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)