πάπας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάπας οι πάπες
      γενική του πάπα των παπών
    αιτιατική τον πάπα τους πάπες
     κλητική πάπα πάπες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάπας < (αντιδάνειο) (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική papa < αρχαία ελληνική πάππας (μπαμπάς) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάπας αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) τίτλος του επισκόπου Ρώμης και προκαθημένου της Καθολικής Εκκλησίας
  2. (χριστιανισμός) τίτλος του πατριάρχη Αλεξανδρείας
  3. (μεταφορικά) ο ηγέτης ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος
    ο Αντρέ Μπρετόν, ο πάπας του υπερρεαλισμού

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάπας < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάπας αρσενικό (και πάππας)

Πηγές[επεξεργασία]