πάψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpa.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐ψει
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πάψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παύω
- θα πάψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παύω