παθογόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παθογόνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pathogène < πάθος + -γόνος

Επίθετο[επεξεργασία]

παθογόνος, -α/-ος, -ο(ν)

  1. (ιατρική) που είναι αιτία μιας ασθένειας
    παθογόνα μικρόβια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]