πανηγυρίζων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανηγυρίζων < πανηγυρίζω (< πᾶς + ἀγείρω)

Μετοχή[επεξεργασία]

πανηγυρίζων αρσενικό, (θηλυκό πανηγυρίζουσα, ουδέτερο πανηγυρίζον)

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πανηγυρίζω στην ονομαστική και κλητική ενικού
→ δείτε τη λέξη  πανηγυρίζω