πανοραμικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανοραμικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πανοραμικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε πανοραμικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
πανοραμικώς
- (παρωχημένο) πανοραμικά, πανοραματικά
- άλλες μορφές: πανοραματικώς
Πηγές[επεξεργασία]
- πανοραμικός (πανοραμικά & -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)