πανοραματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανοραματικά < {{πανοραματικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
πανοραματικά
- με πανοραματικό τρόπο, από πανοραματικής άποψης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανοραματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πανοραματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πανοραματικός