πανοραματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανοραματικός η πανοραματική το πανοραματικό
      γενική του πανοραματικού της πανοραματικής του πανοραματικού
    αιτιατική τον πανοραματικό την πανοραματική το πανοραματικό
     κλητική πανοραματικέ πανοραματική πανοραματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανοραματικοί οι πανοραματικές τα πανοραματικά
      γενική των πανοραματικών των πανοραματικών των πανοραματικών
    αιτιατική τους πανοραματικούς τις πανοραματικές τα πανοραματικά
     κλητική πανοραματικοί πανοραματικές πανοραματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανοραματικός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.no.ɾa.maˈti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐νο‐ρα‐μα‐τι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

πανοραματικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «πανοραμικός, πανοραματικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)