παράπονον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παράπονον < παραπον(ῶ) + -ον (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παράπονον ουδέτερο

  1. παράπονο
  2. (μεταφορικά) πλήγμα, πόνος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]