παρέσυρε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παρέσυρε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παρασέρνω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παρέσυρε

  1. γ' ενικό οριστικής παρατατικού και αορίστου του ρήματος παρασύρω