παραμελώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
παραμελώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παραμελώ
- ↪ Δεν θα αποφύγεις τις εξετάσεις παραμελώντας το διάβασμα.