παραμυθέομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραμυθέομαι < παρα- + μυθέομαι ( < μῦθος)

Ρήμα[επεξεργασία]

παραμυθέομαι/παραμυθοῦμαι () (αποθετικό ρήμα)

  1. παρηγορώ κάποιον, καθησυχάζω
  2. ενθαρρύνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μῦθος

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]