παραμόρφωσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραμόρφωσις (μαρτυρείται από το 1837) [1] < → και δείτε τη λέξη παραμόρφωση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραμόρφωσις, -εως θηλυκό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 776, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου