παρασχέθηκαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]παρασχέθηκαν
- γ' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος παρέχομαι, παθητική φωνή του ρήματος παρέχω
- παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες