παρδαλών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]παρδαλών
- γενική πληθυντικού του παρδαλός
- γενική πληθυντικού του παρδαλή
- γενική πληθυντικού του παρδαλό
παρδαλών