παρεμφερώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρεμφερώς < ελληνιστική κοινή παρεμφερῶς < αρχαία ελληνική παρεμφερής
Επίρρημα
[επεξεργασία]παρεμφερώς
- (αρχαιοπρεπές) με παρεμφερή τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρεμφερώς
|