παρθένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]παρθένων
- γενική πληθυντικού του παρθένος
- γενική πληθυντικού του παρθένο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]παρθένων θηλυκό
- γενική πληθυντικού του παρθένα
- γενική πληθυντικού του παρθένος