παρθένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρθένος < (λόγιο) αρχαία ελληνική παρθένος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paɾ.ˈθɛ.nɔs/
- συλλαβισμός : παρ‐θέ‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
παρθένος, -α, -ο
- που βρίσκεται στη φυσική του κατάσταση, ανέγγιχτος από τον άνθρωπο
- παρθένο δάσος
- που δεν έχει υποστεί νόθευση ή θερμική ή χημική επεξεργασία, επομένως διατηρεί τα αρχικά του συστατικά και την επιθυμητή ποιότητα
- αγνό παρθένο ελαιόλαδο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | παρθένος | οι | παρθένοι |
γενική | του/της | παρθένου | των | παρθένων |
αιτιατική | τον/την | παρθένο | τους/τις | παρθένους |
κλητική | παρθένε | παρθένοι | ||
όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
παρθένος αρσενικό ή θηλυκό
- άτομο που δεν έχει έλθει σε συνουσία
- (για γυναίκες) αυτή της οποίας δεν έχει διαρραγεί ο παρθενικός υμένας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «ωραίος»
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος'
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)