puceau
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- puceau < pucelle
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
puceau | puceaux |
puceau (fr) αρσενικό
- o παρθένος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
puceau | puceaux |
puceau (fr) αρσενικό