παρτεναίρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρτεναίρ < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική partenaire

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρτεναίρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]