πασέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πασέτο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πασέτο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ξύλινο, πτυσσόμενο / αναδιπλούμενο μέτρο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πασέτο
|