παχύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παχύνω < αρχαία ελληνική παχύνω < παχύς
Ρήμα[επεξεργασία]
παχύνω
- (λόγιο) άλλη μορφή του παχαίνω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παχύνω
|
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παχύνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παχαίνω
- θα παχαίνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παχαίνω