πεισματικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεισματικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πεισματικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε πεισματικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

πεισματικώς

Πηγές[επεξεργασία]