πελάγωσε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πελάγωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πελαγώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πελαγώνω