πεντουίλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντουίλ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντουίλ ουδέτερο, άκλιτο
- (σπάνιο, παρωχημένο) ονομασία γλυκίσματος από μπομποτάλευρο και σταφίδα, που φαίνεται πως διατέθηκε από κάποιον παρασκευαστή για τα κούλουμα του 1942 στην Πάτρα[1]
Αναφορές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντουίλ
|