σταφίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταφίδα | οι | σταφίδες |
γενική | της | σταφίδας | των | σταφίδων |
αιτιατική | τη | σταφίδα | τις | σταφίδες |
κλητική | σταφίδα | σταφίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σταφίδα < μεσαιωνική ελληνική σταφίδα < ελληνιστική κοινή σταφίς < αρχαία ελληνική ἀσταφίς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /staˈfi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐φί‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταφίδα θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποξηραμένο σταφύλι
μεθυσμένος
→ δείτε τη λέξη μεθυσμένος |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)