σταφιδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταφιδιάζω < σταφίδα + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sta.fiˈðʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐φι‐διά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σταφιδιάζω

  1. (αμετάβατο) (για φρούτα και καρπούς) αποβάλλω τους χυμούς, συρρικνώνομαι και ξεραίνομαι
  2. (αμετάβατο, μεταφορικά) ζαρώνω, αφυδατώνομαι, παύω να είμαι σφριγηλός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]