σταφιδιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sta.fiˈðʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐φι‐διά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]σταφιδιάζω
- (αμετάβατο) (για φρούτα και καρπούς) αποβάλλω τους χυμούς, συρρικνώνομαι και ξεραίνομαι
- (αμετάβατο, μεταφορικά) ζαρώνω, αφυδατώνομαι, παύω να είμαι σφριγηλός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποσταφιδιάζω
- ασταφίδιαστος / ασταφίδωτος
- σταφίδιασμα
- σταφιδιασμένος
- → δείτε τη λέξη σταφίδα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σταφιδιάζω | σταφίδιαζα | θα σταφιδιάζω | να σταφιδιάζω | σταφιδιάζοντας | |
β' ενικ. | σταφιδιάζεις | σταφίδιαζες | θα σταφιδιάζεις | να σταφιδιάζεις | σταφίδιαζε | |
γ' ενικ. | σταφιδιάζει | σταφίδιαζε | θα σταφιδιάζει | να σταφιδιάζει | ||
α' πληθ. | σταφιδιάζουμε | σταφιδιάζαμε | θα σταφιδιάζουμε | να σταφιδιάζουμε | ||
β' πληθ. | σταφιδιάζετε | σταφιδιάζατε | θα σταφιδιάζετε | να σταφιδιάζετε | σταφιδιάζετε | |
γ' πληθ. | σταφιδιάζουν(ε) | σταφίδιαζαν σταφιδιάζαν(ε) |
θα σταφιδιάζουν(ε) | να σταφιδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σταφίδιασα | θα σταφιδιάσω | να σταφιδιάσω | σταφιδιάσει | ||
β' ενικ. | σταφίδιασες | θα σταφιδιάσεις | να σταφιδιάσεις | σταφίδιασε | ||
γ' ενικ. | σταφίδιασε | θα σταφιδιάσει | να σταφιδιάσει | |||
α' πληθ. | σταφιδιάσαμε | θα σταφιδιάσουμε | να σταφιδιάσουμε | |||
β' πληθ. | σταφιδιάσατε | θα σταφιδιάσετε | να σταφιδιάσετε | σταφιδιάστε | ||
γ' πληθ. | σταφίδιασαν σταφιδιάσαν(ε) |
θα σταφιδιάσουν(ε) | να σταφιδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σταφιδιάσει | είχα σταφιδιάσει | θα έχω σταφιδιάσει | να έχω σταφιδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σταφιδιάσει | είχες σταφιδιάσει | θα έχεις σταφιδιάσει | να έχεις σταφιδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σταφιδιάσει | είχε σταφιδιάσει | θα έχει σταφιδιάσει | να έχει σταφιδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σταφιδιάσει | είχαμε σταφιδιάσει | θα έχουμε σταφιδιάσει | να έχουμε σταφιδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σταφιδιάσει | είχατε σταφιδιάσει | θα έχετε σταφιδιάσει | να έχετε σταφιδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σταφιδιάσει | είχαν σταφιδιάσει | θα έχουν σταφιδιάσει | να έχουν σταφιδιάσει |
|
Πηγές
[επεξεργασία]- σταφιδιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σταφιδιάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σταφιδιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταφιδιάζω
|