περί του πρακτέου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περί του πρακτέου < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα περὶ τοῦ πρακτέου < ελληνιστική κοινή περὶ τοῦ πρακτέου

Έκφραση[επεξεργασία]

περί του πρακτέου (λόγιο)

  1. ως προς το τι ή πως πρέπει να πράξει κάποιος (το πρακτέον)
  2. όσον αφορά στο τι πρέπει να γίνει (το τι δέον γενέσθαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]