περιθάλψεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
περιθάλψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιθάλπω
- θα περιθάλψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιθάλπω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
περιθάλψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περίθαλψη