περσίδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]περσίδες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περσίδα
Δείτε επίσης : Περσίδες, Περσείδες |
περσίδες θηλυκό