πεταλουργεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεταλουργεῖον (μαρτυρείται από το 1847) [1] < → και δείτε τη λέξη πεταλουργείο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πεταλουργεῖον, -ου ουδέτερο

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 802, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου