πετροκάραβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πετροκάραβα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πετροκάραβο
πετροκάραβα ουδέτερο