πετσώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πετσώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πετσώνω < πετσί
Ρήμα
[επεξεργασία]πετσώνω
- (για υλικό) γίνομαι σκληρός σαν πετσί
- ντύνω, καλύπτω κάτι μόνιμα, κολλώντας του δέρμα
- δένω, καλύπτω με ξύλα ομοιόμορφα, μία επιφάνεια δημιουργώντας τη βάση στην οποία θα στηριχτεί το τελικό υλικό
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος, ιδιωματισμός) τοποθετώ σανίδες στους νομείς σκάφους, δημιουργώντας περίβλημα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- την πετσώνω: την τυλώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πετσώνω
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)