πηκτωματοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]πηκτωματοποιώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πηκτωματοποιώ
|
πηκτωματοποιώ
|