πηλοί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πηλοί αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • πηλά (ουδέτερο, λαϊκότροπο)