πινακογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πινακογράφος < αρχαία ελληνική πίναξ + γράφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πῐνᾰκογράφος αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) κάποιος που δημιουργεί χάρτες, χαρτογράφος
  2. (ελληνιστική κοινή) κάποιος που φτιάχνει λίστες ή καταλόγους, καταλογογράφος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]