πισώκωλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πισώκωλα < πίσω + κώλος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

πισώκωλα

  1. (προφορικό) από πίσω
  2. με την πίσω πλευρά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]