πλειστηριασμοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πλειστηριασμοί αρσενικό
- πλειστηριασμός, στην ονομαστική και την κλητική του πληθυντικού