πολεμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολεμίζω < πόλεμος και ρηματική κατάληξη < ιαπετικής ρίζας -πολ- και πελ-

Ρήμα[επεξεργασία]

πολεμίζω

Συνώνυμα[επεξεργασία]