πολιτογραφήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πολιτογραφήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολιτογραφώ
- θα πολιτογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολιτογραφώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]πολιτογραφήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πολιτογράφηση