πολυβουία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυβουία θηλυκό
- πολύς θόρυβος
- (μεταφορικά) ταραχώδες-υπερκινητικό περιβάλλον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυβουία