πολυβουία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυβουία < πολυβουία < πολύβουος + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυβουία θηλυκό

  1. πολύς θόρυβος
  2. (μεταφορικά) ταραχώδες-υπερκινητικό περιβάλλον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]