πολυδικέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυδικέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
πολυδικέω-πολυδικῶ
- είμαι δικομανής, εμπλέκομαι σε πολλούς δικαστικούς αγώνες