πολυμαθέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυμαθέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

πολυμαθέω-πολυμαθῶ

  1. γνωρίζω πολλά πράγματα, είμαι πολυμαθής
  2. μαθαίνω πολλά πράγματα