πολυτεντώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυτεντώνω < πολυ- + τεντώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

πολυτεντώνω (παθητική φωνή: πολυτεντώνομαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]